κιν

κιν
Πανάρχαιο έγχορδο όργανο της Κίνας. Το κ. αρχικά παιζόταν τοποθετημένο πάνω σε ένα ορθογώνιο τραπέζι, αργότερα όμως, για να είναι πιο εύχρηστο, τροποποιήθηκε ριζικά και έγινε φορητό, κατορθώνοντας έτσι να επιβιώσει για αρκετούς αιώνες ακόμη. Οι χορδές του ήταν κατασκευασμένες από μετάξι. Το αρχαιότερο κ. είχε 27 χορδές, αργότερα όμως ο αριθμός τους μειώθηκε σε 12. Στη συνέχεια κατασκευαζόταν με 3, 5, 7 και τέλος με 9 χορδές. Σε μια περίοδο μάλιστα είχε μόνο μία χορδή. Εφευρέτης του κ. ήταν ο Φου Χι. Το κ., το οποίο θεωρείται το εθνικό όργανο των Κινέζων, παιζόταν κυρίως από την αριστοκρατία. Ο Κομφούκιος σπάνια το αποχωριζόταν και έπαιζε συχνά σε συγκεντρώσεις οπαδών του. Η αρχαιότερη μουσική για κ. που σώζεται είναι του 2ου αι. μ.Χ. και αποδίδεται στον Τσάι Γιογκ. Στη σύγχρονη Κίνα γίνεται προσπάθεια για την αναβίωσή του, με την εξελιγμένη μορφή του φορητού κ. Ειδικά στα θέατρα, όπου ερμηνεύουν έργα της παλιάς παραδοσιακής λογοτεχνίας, οι ορχήστρες έχουν και έναν μουσικό, γνώστη της τεχνικής του κ. Εξάλλου, το κ. διδάσκεται σήμερα και στα ωδεία. Το όργανο αυτό διαδόθηκε και σε άλλες ασιατικές χώρες, και ιδιαίτερα στην Ιαπωνία, ως μουσικό όργανο της άρχουσας τάξης και των ανακτόρων. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου έγινε και εκεί λαϊκό όργανο, κυρίως για τις ορχήστρες διάφορων θεάτρων. Στην Ιαπωνία, το κ. έχει συνήθως τέσσερις χορδές και παλαιότερα αποτελούσε προσφιλές όργανο των κυριών επί των τιμών των αυτοκρατορικών ανακτόρων. Στην Κορέα διαδόθηκε μετά κατάκτηση της χώρας από την Ιαπωνία και διαθέτει, κατά κανόνα, πέντε χορδές. Ένα είδος φορητού οργάνου, συγγενικού με το κ., είναι διαδεδομένο και σε ορισμένα νησιά της Ινδονησίας. Το κιν διαδόθηκε από την Κίνα και στην Ιαπωνία. Η εικόνα αυτή είναι από χεορόγραφο του «Κοτζίκι», αρχαίου λογοτεχνικού κειμένου. Φαίνεται μια γυναίκα που παίζει κιν σε μια γιορτή στην αυτοκρατορική αυλή. Οι γιορτές του είδους του είδους ονομάζονταν «γιορτές της πανσέληνου».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κιν, Έντμουντ — (Edmound Kean, Λονδίνο 1789 – Ρίτσμοντ 1833). Άγγλος ηθοποιός του θεάτρου. Σε ηλικία επτά ετών έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο ως παιδί θαύμα. Η σταδιοδρομία του άρχισε περίπου το 1805, με την ερμηνεία έργων του Σαίξπηρ. Ο Κ. είχε βίαιο… …   Dictionary of Greek

  • Κιν, Τσαρλς Τζον — (Charles John Kean, Γουότερφοντ 1811 – Λονδίνο 1868). Άγγλος ηθοποιός του θεάτρου. Ήταν γιος του Έντμουντ Κιν (βλ. λ.). Φοίτησε στο Ίτον και αργότερα, παρά την αντίδραση του πατέρα του, που δεν ήθελε να γίνει ο γιος του ηθοποιός, ο Κ. έκανε την… …   Dictionary of Greek

  • Κιν Γκολντγουέι, Λίντα — (Linda Keen Goldway, Νέα Υόρκη 1940 –). Αμερικανίδα μαθηματικός. Σπούδασε μαθηματικά στο City College της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ενώ απέκτησε διδακτορικό τίτλο από το… …   Dictionary of Greek

  • Πα Κιν — (Tσενγκτού, Στσουτσουάν 1905). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Λι Φέικαν. Kινέζος συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Σπούδασε βιολογία στη Γαλλία, αλλά επιδόθηκε σε λογοτεχνικές μελέτες όταν επέστρεψε στην Κίνα. Ένα από τα πρώτα έργα του (Θνήσκων ήλιος)… …   Dictionary of Greek

  • Κατέλ, Τζέιμς Mακ Κιν — (James McΚeen Cattell, Ίστον, Πενσιλβάνια 1860 – Λάνκαστερ, Πενσιλβάνια 1944). Αμερικανός ψυχολόγος. Σπούδασε τρία χρόνια στη Λειψία, κοντά στον Βουντ, του οποίου υπήρξε βοηθός. Επιστρέφοντας στην Αμερική δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια… …   Dictionary of Greek

  • Νταϊρέν ή Νταλιάν — (Dalian). Πόλη (1.715.700 κάτ. το 2003) της Κίνας, στην επαρχία Λιαονίνγκ. Aρχικά μικρό ψαράδικο χωριό, αναπτύχθηκε υπό την κυριαρχία των Pώσων (1898 1903), που την έκαναν τελευταίο σταθμό του νοτιομαντζουριανού σιδηροδρόμου και λιμάνι του… …   Dictionary of Greek

  • -κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… …   Dictionary of Greek

  • Γκάσμαν, Βιτόριο — (Vittorio Gassman,Γένοβα 1922 – Ρώμη 2000). Ιταλός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Από τις πιο χαρακτηριστικές και δημοφιλείς φιγούρες του μεταπολεμικού ιταλικού κινηματογράφου, έπαιξε ρόλους καθημερινών ανθρώπων σε κωμωδίες και… …   Dictionary of Greek

  • Μοζούκιν, Ιβάν — (Πέντζα 1889 – Νεϊγί σιρ Σεν 1939). Ρώσος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου. Διακρίθηκε πρώτα στο θέατρο, όπου έπαιξε κυρίως ρομαντικούς ρόλους όπως τον Κιν του Αλεξάνδρου Δουμά και τον Αετιδέα του Εντμόντ Ροστάν και… …   Dictionary of Greek

  • Махлас, Никос — Никос Махлас Общая информация …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”